οδηγός

οδηγός
Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας ευθειογενούς επιφάνειας είναι μια ο. της.
* * *
ο, η (ΑΜ ὁδηγός, Μ και ὁδαγός)
1. αυτός που προπορεύεται δείχνοντας την πορεία στους άλλους που ακολουθούν
2. ως επίθ. οδηγός, -ό
οδηγητικός, καθοδηγητικός ή ρυθμιστικός («οδηγό πυροβόλο» — πυροβόλο που ρυθμίζει τη σκόπευση τών υπόλοιπων)
νεοελλ.
1. πρόσωπο που έχει ως επάγγελμα να οδηγεί ξένους στα αξιοθέατα ενός τόπου ή ενός χώρου, ξεναγός
2. ο πρώτος σε μια παράταξη σύμφωνα με τον οποίο ρυθμίζουν οι υπόλοιποι τη θέση ή το βήμα τους στη διάρκεια γυμναστικών ή στρατιωτικών ασκήσεων
3. αυτός που οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα («οδηγός αυτοκινήτου»)
4. τεχνολ. η ευθυντηρία
5. ναυτ. πλοίο που τίθεται επικεφαλής σε ναυτικό σχηματισμό και σύμφωνα με το οποίο κανονίζουν τη θέση τους τα υπόλοιπα (α. «οδηγός γραμμής» β. «οδηγός σχηματισμού» ή «οδηγός στόλου»)
6. νεαρή κοπέλα-μέλος προσκοπικής οργάνωσης
7. φυλλάδιο ή βιβλίο που περιέχει πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για την ενημέρωση και τον προσανατολισμό κάποιου σε έναν γεωγραφικό και καλλιτεχνικό χώρο ή παρέχει γνώσεις και συμβουλές σε έναν οποιονδήποτε τομέα (α. «οδηγός τής Κέρκυρας» β. «οδηγός τού Μουσείου Μπενάκη» γ. «οδηγός μαγειρικής» δ. «οδηγός καλής συμπεριφοράς»)
8. (στις Κυκλάδες) η βασίλισσα τών μελισσών
9. (στην Κρήτη) κριάρι που προηγείται τού ποιμνίου
10. (γενικά) καθετί που χρησιμεύει στη χάραξη τής πορείας και στην καθοδήγηση ενός ατόμου («η πείρα είναι ο καλύτερος οδηγός»)
μσν.-αρχ.
ο Θεός ως καθοδηγητής τών ανθρώπων
αρχ.
1. δάσκαλος («ταῑς Ἀριστοτελείοις τέχναις ὁδηγοῑς χρησάμενος», Διον. Αλ.)
2. μέρος από το οποίο κατευθυνόταν η πολιορκητική χελώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. χορ-ηγός. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁδηγός — guide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδηγός — ο 1. αυτός που δείχνει το δρόμο, που πάει μπροστά: Χωρίς οδηγό δεν μπορείς να μπεις στα τροπικά δάση. 2. ο πρώτος της παράταξης, της γραμμής: Οδηγός δεξιά, μαρς! (γυμν. παράγγελμα). 3. γενικά ο επικεφαλής ομάδας. 4. αυτός που χειρίζεται, που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁδηγοί — ὁδηγός guide masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγούς — ὁδηγός guide masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγέ — ὁδηγός guide masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγῷ — ὁδηγός guide masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγόν — ὁδηγός guide masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… …   Православная энциклопедия

  • Αναγνωστόπουλος, Πάνος — (Γαργαλιάνοι 1883 – Αθήνα 1964).Γεωπόνος και συγγραφέας. Σπούδασε γεωπονία στο πανεπιστήμιο Γουισκόνσιν των ΗΠΑ, όπου ειδικεύτηκε σε θέματα δενδροκομίας και κηπουρικής. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας και κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • αμαξοδηγός — ο 1. οδηγός άμαξας, ή αμαξιού, αμαξηλάτης 2. οδηγός σιδηροδρομικής αμαξοστοιχίας, μηχανοδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή άμαξι + οδηγός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”